συνίσχω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[συνέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴσχω]]. | |btext=<i>c.</i> [[συνέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴσχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνέχω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συνίσχομαι</i><br />[[πάσχω]], [[υποφέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]], [[άλλος]] τ. του <i>έχω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
A = συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg.479a.
German (Pape)
[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
French (Bailly abrégé)
c. συνέχω.
Étymologie: σύν, ἴσχω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συνέχω
2. (το παθ.) συνίσχομαι
πάσχω, υποφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].