συντιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]].
|btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντιτρώσκω Medium diacritics: συντιτρώσκω Low diacritics: συντιτρώσκω Capitals: ΣΥΝΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: syntitrṓskō Transliteration B: syntitrōskō Transliteration C: syntitrosko Beta Code: suntitrw/skw

English (LSJ)

   A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27.    II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.

Greek (Liddell-Scott)

συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.

French (Bailly abrégé)

blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].