φλονῖτις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλονῖτις''': -ιδος, ἡ, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[ὅπερ]] συνήθως λέγεται [[ὄνοσμα]] ἢ [[ὄνωνις]], Διοσκ. 3. 137. | |lstext='''φλονῖτις''': -ιδος, ἡ, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[ὅπερ]] συνήθως λέγεται [[ὄνοσμα]] ἢ [[ὄνωνις]], Διοσκ. 3. 137. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, ΜΑ<br /><b>πιθ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το [[φυτό]] [[ονωνίς]] ή όνοσμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόνος]], [[άλλος]] τ. του [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηκων</i>-<i>ῖτις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A = ὄνοσμα, golden drop, Onosma echioides, Ps.-Dsc.3.131.
German (Pape)
[Seite 1293] ιδος, ἡ, eine Pflanze, sonst ὄνοσμα genannt, auch φλομῖτις geschrieben, Diosc. – Vgl. φλόμος.
Greek (Liddell-Scott)
φλονῖτις: -ιδος, ἡ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ὅπερ συνήθως λέγεται ὄνοσμα ἢ ὄνωνις, Διοσκ. 3. 137.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
πιθ. άλλη ονομασία για το φυτό ονωνίς ή όνοσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. του φλόμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. μηκων-ῖτις)].