Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχίσις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />fente, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />fente, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ [[σχίζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[σχίζω]], [[σχίσιμο]] («αὕτη [[αἰτία]] γέγονεν, ἡ [[σχίσις]], τοῡ δύο γεγονέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακλάδωση]] («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην [[ὁδός]]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σχίσις]] τοῡ γάλακτος» — ο [[διαχωρισμός]] του τυριού από το [[τυρόγαλα]] (<b>Γαλ.</b> Ορειβ.).
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίσις Medium diacritics: σχίσις Low diacritics: σχίσις Capitals: ΣΧΙΣΙΣ
Transliteration A: schísis Transliteration B: schisis Transliteration C: schisis Beta Code: sxi/sis

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ, (σχίζω)

   A cleavage, parting, Pl.Phd.97a, 101c; of roads, ib.108a; of the wings of birds (cf. σχιζόπτερος), Arist.HA 532a26; of the feet of animals (cf. σχιζόπους), Id.PA663a31; of a plant, Dsc.4.187; of rivers, Plu.2.93f; κατὰ τὴν σχίσιν at the cleavage (of the gullet into oesophagus and trachea), cj. for κατὰ σχέσιν (v.l. κατάσχεσιν) in Archig. ap. Orib.8.1.18; ἀδένες . . σχίσεις ἀγγείων στηρίζοντες Gal.6.674, cf. 15.532.    2 curdling, τοῦ γάλακτος (v. σχίζω 1.3) Id.6.694, Philum. ap. Orib.45.29.10.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, das Spalten, Trennen; Plat. Phaed. 97 a; vom Wege, ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἔχειν, 108 a.

Greek (Liddell-Scott)

σχίσις: [ῑ], -εως, ἡ, (σχίζω) τὸ σχίζειν, διασχίζειν, διάσχισις, διαίρεσις, σχίσιμον, Πλάτ. Φαίδων 97Α, 101C· ἐπὶ ὁδῶν, αὐτόθι 108Α· ἐπὶ τῶν πτερύγων τῶν πτηνῶν (πρβλ. σχιζόπτερος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 8· ἐπὶ τῶν ποδῶν ζῴων, πρβλ. σχιζόπους), ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 2. 8· ἐπὶ ποταμῶν, Πλούτ. 2. 93F. 2) ἡ σχ. τοῦ γάλακτος (ἴδε σχίζω 3), Ὀρειβάσ. 63 Mai. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fente, séparation.
Étymologie: σχίζω.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ σχίζω
η ενέργεια του σχίζω, σχίσιμο («αὕτη αἰτία γέγονεν, ἡ σχίσις, τοῡ δύο γεγονέναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. διακλάδωση («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην ὁδός]», Πλάτ.)
2. φρ. «σχίσις τοῡ γάλακτος» — ο διαχωρισμός του τυριού από το τυρόγαλα (Γαλ. Ορειβ.).