ταριχευτής: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui sale <i>ou</i> embaume.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui sale <i>ou</i> embaume.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[ταριχεύω]]<br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στην [[ταρίχευση]] [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> [[τεχνίτης]] ειδικευμένος στη [[διατήρηση]] τροφίμων με [[πάστωμα]] ή με [[κάπνισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91. 2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.