τεύθριον: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_21) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεύθριον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], παρὰ Διοσκ. 3. 124. | |lstext='''τεύθριον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], παρὰ Διοσκ. 3. 124. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[πόλιον]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ερυθρόδανον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[τεύθριον]], μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. [[τευθίς]] «[[καλαμάρι]]», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια [[ρίζα]] με σημ. «[[χρωματίζω]]». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>-<i>dh</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i> [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>- «[[τρέχω]], ρέω» (<b>πρβλ.</b> <i>θέω</i>). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή [[άποψη]], το θ. του τ. [[τεύθριον]] απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. <i>teutarakoro</i> = <i>τεύθραγρος</i> με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = πόλιον, Dsc.3.110. 2 = ἐρυθρόδανον, ib.143.
Greek (Liddell-Scott)
τεύθριον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, παρὰ Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό πόλιον
2. το φυτό ερυθρόδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ. «χρωματίζω». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ ρίζα dheu-dh- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (πρβλ. θύω [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ ρίζα dheu- «τρέχω, ρέω» (πρβλ. θέω). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή άποψη, το θ. του τ. τεύθριον απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. teutarakoro = τεύθραγρος με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»].