τερπικέραυνος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(Autenrieth) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=delighting in [[thunder]], epith. of [[Zeus]]. | |auten=delighting in [[thunder]], epith. of [[Zeus]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερπι</i>- του [[τέρπω]] <span style="color: red;">+</span> [[κεραυνός]] (για τη [[μορφή]] του <i>α΄</i> συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A delighting in thunder, epith. of Zeus, Il.1.419, al., Hes.Op.52.
German (Pape)
[Seite 1094] donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.
Greek (Liddell-Scott)
τερπῐκέραυνος: -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la foudre, ou mieux qui lance la foudre.
Étymologie: τέρπω ou τρέπω, κεραυνός.
English (Autenrieth)
delighting in thunder, epith. of Zeus.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι- του τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή του α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)].