τελματώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />marécageux, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[τέλμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />marécageux, bourbeux.<br />'''Étymologie:''' [[τέλμα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[τελματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέλμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[ελώδης]], [[βαλτώδης]], [[γεμάτος]] τέλματα (α. «[[τελματώδης]] [[πεδιάδα]]» β. «[[τελματώδης]] γῆ», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> όμοιος με [[τέλμα]], αποτελματωμένος («[[τελματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νερά) αυτός που λιμνάζει, [[στάσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελματώδεα</i><br />τα μέρη του σώματος που [[είναι]] γεμάτα από σωματικά υγρά.
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελμᾰτώδης Medium diacritics: τελματώδης Low diacritics: τελματώδης Capitals: ΤΕΛΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: telmatṓdēs Transliteration B: telmatōdēs Transliteration C: telmatodis Beta Code: telmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A marshy, swampy, muddy, λίμνη Arist.HA570a8; πεδίον D.S.1.30; ὕδωρ Plu.Mar.38; χωρία Gal.6.702.    II τελματώδεα parts of the body full of humours, Hp.Gland.4.

German (Pape)

[Seite 1088] ες, sumpfartig, morastig, schlammig; Arist. H. A. 6, 16; ὕδωρ, Plut. Mir. 43; Schol. Il. 21, 172.

Greek (Liddell-Scott)

τελμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ἑλώδης, βαλτώδης, λασπώδης, λίμνη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2· πεδίον Διόδ. 1. 30· ὕδωρ Πλουτ. Μάρ. 38. ΙΙ. τελματώδεα, μέρη τοῦ σώματος πλήρη ὑγρῶν ἀκαθάρτων, Ἱππ. 271. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
marécageux, bourbeux.
Étymologie: τέλμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τελματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέλμα, -ατος]
ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.)
νεοελλ.
μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση»)
αρχ.
1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελματώδεα
τα μέρη του σώματος που είναι γεμάτα από σωματικά υγρά.