τετραοίδιος: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_16) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετραοίδιος''': -ον, [[σύνθετος]] ἐκ τεσσάρων ῥυθμῶν, ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1132D, [[ἴσως]] διορθωτ. τετραῴδιος. | |lstext='''τετραοίδιος''': -ον, [[σύνθετος]] ἐκ τεσσάρων ῥυθμῶν, ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1132D, [[ἴσως]] διορθωτ. τετραῴδιος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[ονομασία]] νόμου του Τερπάνδρου) ο [[σύνθετος]] από [[τέσσερεις]] ρυθμούς, αυτός που έχει [[μελωδία]] τεσσάρων ειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀοιδή]] «ωδή, [[τραγούδι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of four notes, in Music, name of a Νόμος of Terpander, Plu.2.1132d.
German (Pape)
[Seite 1098] von viererlei Melodie, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τετραοίδιος: -ον, σύνθετος ἐκ τεσσάρων ῥυθμῶν, ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1132D, ἴσως διορθωτ. τετραῴδιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως ονομασία νόμου του Τερπάνδρου) ο σύνθετος από τέσσερεις ρυθμούς, αυτός που έχει μελωδία τεσσάρων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀοιδή «ωδή, τραγούδι» + κατάλ. -ιος].