χάσμη: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bâillement;<br /><b>2</b> bouche béante.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bâillement;<br /><b>2</b> bouche béante.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[χασμουρητό]]<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]] κατάλ. -<i>μη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλήσ</i>-<i>μη</i>, <i>χάρ</i>-<i>μη</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμη Medium diacritics: χάσμη Low diacritics: χάσμη Capitals: ΧΑΣΜΗ
Transliteration A: chásmē Transliteration B: chasmē Transliteration C: chasmi Beta Code: xa/smh

English (LSJ)

ἡ,

   A yawning, gaping, Hp.Aph.7.56; esp. from drowsiness, Id.VM10, Pl.R.503d, etc.: pl., Hp.Art.30, Plu.2.45d.    2 object of idle gaping, gazing-stock, Antip.Stoic.3.254.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, das Gähnen, ὕπνου τε καὶ χάσμης ἐμπίπλανται Plat. Rep. VI, 503 d; Arist. u. Sp.; das Maulaufsperren, Angaffen, übertr., Trägheit, Müßiggang. – Auch der Gegenstand müßiges Angaffens, Antipat. bei Stob. fl. 70, 13 A.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμη: ἡ, τὸ χασμᾶσθαι, κοινῶς «χασμούρημα», «χασμουρητόν», Ἱππ. Ἀφ. 1260· μάλιστα ἕνεκα νυσταγμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πλάτ. Πολ. 503C· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 797, Πλούτ. 2. 45D. 2) τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ ἀποβλέπει τις χάσκων, μηδ’ εἰς πλοῦτον μηδ’ εἰς ὀ…οῦσαν εὐγένειαν μηδὲ εἰς ἄλλην χάσμην μηδεμίαν ἀποβλέπειν Ἀντίπατρος παρὰ Στοβ. 427. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bâillement;
2 bouche béante.
Étymologie: χαίνω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. χασμουρητό
2. αντικείμενο στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω κατάλ. -μη (πρβλ. πλήσ-μη, χάρ-μη)].