χαρακίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_3)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰρᾰκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ [[χάραξ]]), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ [[χαράσσω]], οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).
|lstext='''χᾰρᾰκίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ [[χάραξ]]), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ [[χαράσσω]], οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).
}}
{{grml
|mltxt=και [[χαρακείτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μένει [[μέσα]] σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ζει κλεισμένος σε [[μοναστήρι]], που μονάζει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χαρακίτης]] [[τιθυμαλίς]]» — το [[φυτό]] [[τιθύμαλλος]], χαρακιάς <b>(Αφρικαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρᾰκίτης Medium diacritics: χαρακίτης Low diacritics: χαρακίτης Capitals: ΧΑΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: charakítēs Transliteration B: charakitēs Transliteration C: charakitis Beta Code: xaraki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A living behind a fence: metaph., cloisterling, βιβλιακοὶ χ. Timo 12.2.    2 χ. τιθυμαλίς, = χαρακίας 11, Afric.Cest.p.81 V., Aët.1.397.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, παρὰ Τίμωνι τῷ σιλλογράφῳ ἐν Ἀθην. 22D, χαρακῖται βιβλιακοὶ (ἐκ τοῦ χάραξ), οἱ κεχαρακωμένοι τοῖς βιβλίοις (κατ᾿ ἄλλους ἐκ τοῦ χαράσσω, οἱ συνεχῶς γράφοντες βιβλία).

Greek Monolingual

και χαρακείτης, ὁ, Α
1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους
2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει
3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος, χαρακιάς (Αφρικαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].