τύμβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(6_1)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τύμβιος''': (οὐχὶ [[τύμβειος]]), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, [[ἐπιτάφιος]], [[νεκρικός]], τυμβίαν θ’ [[ὑπὲρ]] κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν [[πέτευρον]] Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 ([[ἐνταῦθα]] τὸ θηλ. [[τύμβιος]]).
|lstext='''τύμβιος''': (οὐχὶ [[τύμβειος]]), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, [[ἐπιτάφιος]], [[νεκρικός]], τυμβίαν θ’ [[ὑπὲρ]] κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν [[πέτευρον]] Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 ([[ἐνταῦθα]] τὸ θηλ. [[τύμβιος]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ, και τ. θηλ. [[τυμβιάς]], -[[άδος]] Μ, και τ. θηλ. [[τύμβιος]] Α [[τύμβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, [[επιτύμβιος]], [[επιτάφιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμβιος Medium diacritics: τύμβιος Low diacritics: τύμβιος Capitals: ΤΥΜΒΙΟΣ
Transliteration A: týmbios Transliteration B: tymbios Transliteration C: tymvios Beta Code: tu/mbios

English (LSJ)

ον,

   A in the tomb, CIG1956 (Macedonia); also α, ον, θέσις BCH48.518 (Palestine).

German (Pape)

[Seite 1161] = τυμβεῖος (?).

Greek (Liddell-Scott)

τύμβιος: (οὐχὶ τύμβειος), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, ἐπιτάφιος, νεκρικός, τυμβίαν θ’ ὑπὲρ κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν πέτευρον Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 (ἐνταῦθα τὸ θηλ. τύμβιος).

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, -άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α τύμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος
αρχ.
(για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.).