τοιχορύκτης: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(6_19) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοιχορύκτης''': -ου, ὁ, = [[τοιχωρύχος]], Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, [[ἔνθα]] τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232. | |lstext='''τοιχορύκτης''': -ου, ὁ, = [[τοιχωρύχος]], Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, [[ἔνθα]] τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τοιχωρύκτης]], ὁ, Α<br />[[τοιχωρύχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρυκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] «[[σκάβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>φρεατ</i>-[[ορύκτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχορύκτης: -ου, ὁ, = τοιχωρύχος, Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, ἔνθα τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232.
Greek Monolingual
και τοιχωρύκτης, ὁ, Α
τοιχωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ-ορύκτης].