συνηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρέφω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνά]] καλυμμένος με δέντρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπαγή [[σύσταση]], πυκνή [[μάζα]], [[συμπαγής]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που καλύπτει [[κάτι]] καλά<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκυθρωπός]], κατσουφιασμένος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνηρεφές</i><br />[[σύσκιος]] [[τόπος]], [[ησκιάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνηρεφῶς</i> Μ<br />με πυκνή [[σκιά]] δένδρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>ἔρεφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]], [[σκεπάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>ηρεφής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρεφής Medium diacritics: συνηρεφής Low diacritics: συνηρεφής Capitals: ΣΥΝΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synērephḗs Transliteration B: synērephēs Transliteration C: synirefis Beta Code: sunhrefh/s

English (LSJ)

ές, (ἐρέφω)

   A thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957].    2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.

Greek (Liddell-Scott)

συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: σύν, ἐρέφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα
2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά
4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές
σύσκιος τόπος, ησκιάδα.
επίρρ...
συνηρεφῶς Μ
με πυκνή σκιά δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρεφής (< αμάρτυρο ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].