σύνναος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />honoré dans un même temple avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ναός]].
|btext=ος, ον :<br />honoré dans un même temple avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ναός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον [[άλλο]] («θεοῑς συννάοις καὶ συμβώμοις», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ναός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>ναος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννᾱος Medium diacritics: σύνναος Low diacritics: σύνναος Capitals: ΣΥΝΝΑΟΣ
Transliteration A: sýnnaos Transliteration B: synnaos Transliteration C: synnaos Beta Code: su/nnaos

English (LSJ)

ον,

   A having the same temple, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις CIG 2230 (Chios), al., SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), cf. PTeb.281.5 (ii B.C.), Plu.2.708c: c. gen., σ. καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος ib.753f, cf. Cic.Att.12.45.3, D.C.55.1: c. dat., OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Str.7.7.12.

German (Pape)

[Seite 1027] zusammen in einem Tempel verehrt, καὶ συνίερός τινος Plut. amat. 9, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

σύννᾱος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· μετὰ γεν., συνίερος καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος αὐτόθι 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· μετὰ δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου ταύτῃ (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
honoré dans un même temple avec, gén..
Étymologie: σύν, ναός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον άλλο («θεοῑς συννάοις καὶ συμβώμοις», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ναός (πρβλ. ομό-ναος)].