συρραφή: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρρᾰφή''': ἡ, τὸ συρράπτειν, [[συναρμογή]], [[συνειρμός]], Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ. | |lstext='''συρρᾰφή''': ἡ, τὸ συρράπτειν, [[συναρμογή]], [[συνειρμός]], Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συρράπτω]]<br />[[σύναψη]] με [[ραφή]], [[ράψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σύγγραμμα]]) [[σύνθεση]] με ύλη από διάφορα συγγράμματα, [[συμπίληση]]<br /><b>2.</b> [[συνένωση]] τεμαχίων υφάσματος για [[κατασκευή]] ιστίων και σκηνών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.
Greek (Liddell-Scott)
συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.