συστασιάζω: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=participer à un soulèvement ; être du même parti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στασιάζω]]. | |btext=participer à un soulèvement ; être du même parti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στασιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[στασιάζω]]<br />[[μετέχω]] σε [[στάση]], [[είμαι]] [[μαζί]] με άλλον [[στασιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνδέω]] για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
A join in faction or sedition, Th.4.86, Lys.30.11, etc.; τοῖς κληρικοῖς Jul.Ep.114. II trans., band together for seditious purposes, τινας D.C.36.16.
German (Pape)
[Seite 1044] mit, zugleich aufstehen, in Aufstand, Aufruhr sein, mit von einer Partei sein; Thuc. 4, 86; Plut. C. Graech. 13.
Greek (Liddell-Scott)
συστᾰσιάζω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος στασιάζω, ἐπαναστατῶ, λαμβάνω μέρος εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ ὁμοῦ εἰς ἐπανάστασιν, συνδέω τινὰς ὁμοῦ πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.
French (Bailly abrégé)
participer à un soulèvement ; être du même parti.
Étymologie: σύν, στασιάζω.
Greek Monolingual
ΝΑ στασιάζω
μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής
αρχ.
συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).