τετράπυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(a)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] vierthorig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] vierthorig, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράπυλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πύλες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράπυλο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[οικοδόμημα]] που έχει είσοδο από [[τέσσερεις]] πλευρές<br />β) ([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[τετράπλευρο]] [[μνημείο]] του οποίου [[κάθε]] [[πλευρά]] έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο [[άνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>πυλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1099] vierthorig, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπυλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πύλες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπυλο(ν)
α) οικοδόμημα που έχει είσοδο από τέσσερεις πλευρές
β) (κατά την αρχαιότητα) τετράπλευρο μνημείο του οποίου κάθε πλευρά έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο άνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. πεντά-πυλος].