τορνευτής: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tourneur.<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tourneur.<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[επεξεργασία]] μετάλλου ή ξύλου με τη [[χρησιμοποίηση]] τόρνου, [[τορναδόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γλύπτης]]».
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτής Medium diacritics: τορνευτής Low diacritics: τορνευτής Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: torneutḗs Transliteration B: torneutēs Transliteration C: torneftis Beta Code: torneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tourneur.
Étymologie: τορνεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τορνεύω
τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος
μσν.
δημιουργός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης».