τομαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d’autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d’autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -αία<br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> κομμένος, αποκομμένος («[[χαίτη]] τ' [[οὔτις]] τομαῑος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με [[τομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκος]] τομαῑον» — ιαματικό [[φυτό]] κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για [[χρήση]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομαῖος Medium diacritics: τομαῖος Low diacritics: τομαίος Capitals: ΤΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: tomaîos Transliteration B: tomaios Transliteration C: tomaios Beta Code: tomai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): (τομή):—

   A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf. τομή 1), A.Ch.168, E. l. c.    II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.

German (Pape)

[Seite 1127] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα τομαῖος, Eur. Alc. 101; βόστρυχος, Aesch. Ch. 166; ἄκος τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.

Greek (Liddell-Scott)

τομαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, (τομή)· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, χαίτη (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, ἄκος τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε τέμνω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
coupé : ἄκος τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; sel. d’autres remède tout coupé, càd tout prêt contre la douleur.
Étymologie: τομή.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -αία
Α
(ποιητ. τ.)
1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῑος», Ευρ.)
2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος
3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή
4. φρ. «ἄκος τομαῑον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος].