ὑποδειγματικός: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(6_10) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποδειγμᾰτικός''': -ή, -όν, [[παραδειγματικός]], διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C. | |lstext='''ὑποδειγμᾰτικός''': -ή, -όν, [[παραδειγματικός]], διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποδειγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -<i>ατος</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]] (α. «υποδειγματική [[διδασκαλία]]» β. «υποδειγματική [[καλλιέργεια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]], ως [[πρότυπο]] (α. «υποδειγματική [[συμπεριφορά]]» β. «υποδειγματική [[παράσταση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[χρησιμοποίηση]] παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποδειγματικώς</i> / <i>ὑποδειγματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποδειγματικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]] (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[χρησιμοποίηση]] παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A by way of example, διδασκαλία S.E.M.4.23. Adv. -κῶς ib.1.154, 4.3.
German (Pape)
[Seite 1214] beispielsweise; διδασκαλία S. Emp. adv. arithm. 23, u. oft adv., z. B. ποιεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν adv. eth. 47; ὑποδειγματικώτερον 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδειγμᾰτικός: -ή, -όν, παραδειγματικός, διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -ατος)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια»)
2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α. «υποδειγματική συμπεριφορά» β. «υποδειγματική παράσταση»)
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
υποδειγματικώς / ὑποδειγματικῶς ΝΜΑ, και υποδειγματικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)
μσν.-αρχ.
με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.).