φαλιόπους: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_14)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰλιόπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων [[πόδα]], [[λευκόπους]], «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.
|lstext='''φᾰλιόπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων [[πόδα]], [[λευκόπους]], «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαλιόπουν, λευκόπουν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαλιός]] «[[λευκός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλιόπους Medium diacritics: φαλιόπους Low diacritics: φαλιόπους Capitals: ΦΑΛΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phaliópous Transliteration B: phaliopous Transliteration C: faliopous Beta Code: falio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A white-footed, Id.

German (Pape)

[Seite 1253] ουν, gen. ποδος, weißfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλιόπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων πόδα, λευκόπους, «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φαλιόπουν, λευκόπουν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλιός «λευκός» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λευκό-πους].