έδω: Difference between revisions
(10) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἔδω (Α)<br /> <b>1.</b> [[τρώω]]<br /> <b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[σπαταλώ]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώω]]», στην οποία ανάγεται το [[ρήμα]], εμφανίζεται [[κυρίως]] στο επικό απαρμφ. <i>έδμεναι</i> ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., [[καθώς]] και στην υποτακτ. σε [[θέση]] μέλλοντος <i>έδομαι</i> (<b> | |mltxt=ἔδω (Α)<br /> <b>1.</b> [[τρώω]]<br /> <b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[σπαταλώ]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώω]]», στην οποία ανάγεται το [[ρήμα]], εμφανίζεται [[κυρίως]] στο επικό απαρμφ. <i>έδμεναι</i> ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., [[καθώς]] και στην υποτακτ. σε [[θέση]] μέλλοντος <i>έδομαι</i> (<b>πρβλ.</b> χεττ. <i>ed</i>-<i>mi</i> «[[τρώω]]», αρχ. ινδ. <i>ad</i>-<i>mi</i> «[[τρώω]]», λατ. -<i>ē</i><i>st</i>, λιθ. <i>es</i>-<i>ti</i>, αρχ. σλαβ. <i>ě</i><i>s</i>-<i>tŭ</i>) που εμφανίζουν εκτεταμένη [[βαθμίδα]] ρίζας (<span style="color: red;"><</span> IE <i>ě</i><i>d</i>-<i>mi</i>, -<i>ti</i>). Θεματικοί τ. [[εκτός]] από την Ελληνική (<b>πρβλ.</b> <i>έδω</i>, <i>έδεις</i> <b>κ.λπ.</b>) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>itan</i> «[[τρώω]]»). Οι υστερογενείς ενεστώτες [[έσθω]] και [[εσθίω]] ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική [[γλώσσα]] και προήλθαν από την προστ. <i>έσθι</i> που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>addhi</i>. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. <i>ηδέσθην</i>, <i>εδήδε</i>(<i>σ</i>)<i>μαι</i> [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί [[κατά]] τα <i>ετελέσθην</i>, <i>τετέλεσμαι</i>, <i>ῃδέσθην</i>, <i>αλήλε</i>(<i>σ</i>)<i>μαι</i> κ.ά.<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[έδεσμα]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[εδητύς]], [[εδωδή]], [[εδωδός]], [[είδαρ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 22 December 2018
Greek Monolingual
ἔδω (Α)
1. τρώω
2. καταναλώνω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα ed- «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed-mi «τρώω», αρχ. ινδ. ad-mi «τρώω», λατ. -ēst, λιθ. es-ti, αρχ. σλαβ. ěs-tŭ) που εμφανίζουν εκτεταμένη βαθμίδα ρίζας (< IE ěd-mi, -ti). Θεματικοί τ. εκτός από την Ελληνική (πρβλ. έδω, έδεις κ.λπ.) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. γοτθ. itan «τρώω»). Οι υστερογενείς ενεστώτες έσθω και εσθίω ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική γλώσσα και προήλθαν από την προστ. έσθι που συνδέεται με αρχ. ινδ. addhi. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. ηδέσθην, εδήδε(σ)μαι είναι νεώτεροι σχηματισμοί κατά τα ετελέσθην, τετέλεσμαι, ῃδέσθην, αλήλε(σ)μαι κ.ά.
ΠΑΡ. έδεσμα
αρχ.
εδητύς, εδωδή, εδωδός, είδαρ].