αντικόβω: Difference between revisions
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
(4) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[κόφτω]] κ. σκόφτω (Α [[ἀντικόπτω]], Μ ἀντικόφτω, -σκόφτω)<br /><b>1.</b> [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά, τον [[σταματώ]] για να μιλήσω εγώ<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] προσκόμματα, [[εμποδίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[διακόπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικρούω]], [[απωθώ]], [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] αντιρρήσεις<br /><b>3.</b> [[πνέω]] αντίθετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόπτω]]. Ο τ. [[αντισκόβω]] ή <i>αντισκόφτω</i> προήλθε από την [[προσθήκη]] του -<i>σ</i>- [[πριν]] από [[σύμφωνο]] στη [[μέση]] της λέξης. Πρόκειται για γλωσσικό [[φαινόμενο]] που παρατηρείται πολύ σπάνια (σε [[αντίθεση]] με την [[προσθήκη]] του -<i>σ</i>-στην [[αρχή]] λέξεων, η οποία [[είναι]] πολύ πιο συχνή) και που εξηγείται [[είτε]] από [[αναλογία]] [[προς]] άλλες συγγενείς λέξεις [[είτε]] από [[παρετυμολογία]] ( | |mltxt=κ. -[[κόφτω]] κ. σκόφτω (Α [[ἀντικόπτω]], Μ ἀντικόφτω, -σκόφτω)<br /><b>1.</b> [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά, τον [[σταματώ]] για να μιλήσω εγώ<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] προσκόμματα, [[εμποδίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[διακόπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικρούω]], [[απωθώ]], [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] αντιρρήσεις<br /><b>3.</b> [[πνέω]] αντίθετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόπτω]]. Ο τ. [[αντισκόβω]] ή <i>αντισκόφτω</i> προήλθε από την [[προσθήκη]] του -<i>σ</i>- [[πριν]] από [[σύμφωνο]] στη [[μέση]] της λέξης. Πρόκειται για γλωσσικό [[φαινόμενο]] που παρατηρείται πολύ σπάνια (σε [[αντίθεση]] με την [[προσθήκη]] του -<i>σ</i>-στην [[αρχή]] λέξεων, η οποία [[είναι]] πολύ πιο συχνή) και που εξηγείται [[είτε]] από [[αναλογία]] [[προς]] άλλες συγγενείς λέξεις [[είτε]] από [[παρετυμολογία]] (πρβλ. [[ανασκουμπώνω]]-<i>ανακουμπώνω</i>, <i>απόσοντα</i>-[[απόκοντα]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
κ. -κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, -σκόφτω)
1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ
2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω
μσν.- νεοελλ.
διακόπτω
αρχ.
1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι
2. προβάλλω αντιρρήσεις
3. πνέω αντίθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + κόπτω. Ο τ. αντισκόβω ή αντισκόφτω προήλθε από την προσθήκη του -σ- πριν από σύμφωνο στη μέση της λέξης. Πρόκειται για γλωσσικό φαινόμενο που παρατηρείται πολύ σπάνια (σε αντίθεση με την προσθήκη του -σ-στην αρχή λέξεων, η οποία είναι πολύ πιο συχνή) και που εξηγείται είτε από αναλογία προς άλλες συγγενείς λέξεις είτε από παρετυμολογία (πρβλ. ανασκουμπώνω-ανακουμπώνω, απόσοντα-απόκοντα κ.ά.)].