αρτιεπής: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευχέρεια]] στον λόγο<br /><b>2.</b> αυτός που απαντά [[πρόθυμα]], [[αμέσως]]<br /><b>3.</b> ο [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[έπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδυεπής</i>, [[καλλιεπής]])].
|mltxt=[[ἀρτιεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευχέρεια]] στον λόγο<br /><b>2.</b> αυτός που απαντά [[πρόθυμα]], [[αμέσως]]<br /><b>3.</b> ο [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[έπος]] (πρβλ. <i>ηδυεπής</i>, [[καλλιεπής]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρτιεπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο
2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως
3. ο σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)].