αρώ: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀρῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]]<br /><b>2.</b> [[σπείρω]]<br /><b>3.</b> (για άνδρα) συνουσιάζομαι και [[τεκνοποιώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (-ούμαι) γεννιέμαι<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[καρπούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>αρόω</i> βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη [[συλλαβή]] αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]], που αντιπροσωπεύει ΙΕ.<i>∂</i><sub>3</sub>, το οποίο στους ελληνικούς τ. εμφανίζεται [[κυρίως]] ως -ο. Οι τ. με <i>ω</i> ( | |mltxt=ἀρῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[οργώνω]], [[καλλιεργώ]]<br /><b>2.</b> [[σπείρω]]<br /><b>3.</b> (για άνδρα) συνουσιάζομαι και [[τεκνοποιώ]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (-ούμαι) γεννιέμαι<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[καρπούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>αρόω</i> βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη [[συλλαβή]] αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]], που αντιπροσωπεύει ΙΕ.<i>∂</i><sub>3</sub>, το οποίο στους ελληνικούς τ. εμφανίζεται [[κυρίως]] ως -ο. Οι τ. με <i>ω</i> (πρβλ. <i>αρώσιμος</i>, <i>αρώμεναι</i> κ.ά) [[είναι]] μεταγενέστεροι και πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής εκτάσεως. Η [[μεταβολή]] του -<i>ο</i> σε -<i>ᾰ</i> στους δωρικούς τ. (πρβλ. <i>αράσοντι</i>, <i>ενάρατον</i> <b>κ.λπ.</b>) δεν έχει ερμηνευθεί, ενώ το <i>ᾱ</i> στο λατ. <i>arare</i> [[είναι]] πιθ. υστερογενές. Τέλος, σε άλλες γλώσσες το ρ. εμφανίζεται με ενεστώτα σε <i>ye</i> / <i>yo</i><br />πρβλ. μσν. ιρλ. <i>airim</i>, γοτθ. <i>arzan</i>, λιθ. <i>ariu</i> (απρμφ. <i>άrti</i>), αρχ. σλαβ. <i>orjο</i> (απρμφ. <i>orati</i>). Το <i>αρώ</i> απαντά με βασική [[σημασία]] «[[οργώνω]], [[καλλιεργώ]]» (Ομη ρ., Ιων.-Αττ.) διακρίνεται δε από το ρ. [[φυτεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>άροσις</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αροτήρ]], [[αρότης]], [[άροτος]], [[άρωμα]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εναρώ</i>, [[υπαρώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>απαρώ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρῶ (-όω) (Α)
1. οργώνω, καλλιεργώ
2. σπείρω
3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ
4. παθ. (-ούμαι) γεννιέμαι
5. μέσ. καρπούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα, που αντιπροσωπεύει ΙΕ.∂3, το οποίο στους ελληνικούς τ. εμφανίζεται κυρίως ως -ο. Οι τ. με ω (πρβλ. αρώσιμος, αρώμεναι κ.ά) είναι μεταγενέστεροι και πιθ. αποτέλεσμα μετρικής εκτάσεως. Η μεταβολή του -ο σε -ᾰ στους δωρικούς τ. (πρβλ. αράσοντι, ενάρατον κ.λπ.) δεν έχει ερμηνευθεί, ενώ το ᾱ στο λατ. arare είναι πιθ. υστερογενές. Τέλος, σε άλλες γλώσσες το ρ. εμφανίζεται με ενεστώτα σε ye / yo
πρβλ. μσν. ιρλ. airim, γοτθ. arzan, λιθ. ariu (απρμφ. άrti), αρχ. σλαβ. orjο (απρμφ. orati). Το αρώ απαντά με βασική σημασία «οργώνω, καλλιεργώ» (Ομη ρ., Ιων.-Αττ.) διακρίνεται δε από το ρ. φυτεύω.
ΠΑΡ. άροσις
αρχ.
αροτήρ, αρότης, άροτος, άρωμα (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. εναρώ, υπαρώ
μσν.
απαρώ].