ἀείμνηστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />éternellement mémorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], μιμνῄσκομαι.
|btext=ος, ον :<br />éternellement mémorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], μιμνῄσκομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀείμνηστος:''' -ον ([[μνάομαι]]), [[άξιος]] διαρκούς μνήμης, αυτός που μνημονεύεται [[πάντοτε]], σε Τραγ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 17:15, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀείμνηστος Medium diacritics: ἀείμνηστος Low diacritics: αείμνηστος Capitals: ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: aeímnēstos Transliteration B: aeimnēstos Transliteration C: aeimnistos Beta Code: a)ei/mnhstos

English (LSJ)

ον,

   A had in everlasting remembrance, ἔργον A.Pers. 760; τάφος S.Aj.1166, E.IA1531 (lyr.), etc.; μετ' ἀ. μαρτυρίου Th. 1.33; τρόπαια Lys.2.20: Comp., Id.26.4; ἅπασι ἀ. ἡ ἁμαρτία Antipho 5.79; ἀρετή Isoc.9.4; χάριτες PLips.35.22 (iv A. D.). Adv. -τως Aeschin.2.180, PLond.3.854.12 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 39] (ἀειμνήστη Ep. ad. 721 (App. 197), stets erwähnt, stets gepriesen, τάφος Soph. Ai. 1145; Ἀθῆναι Lys. 6, 25; ἔργα 2, 19; ewig, μαρτύριον Thuc. 1, 33; κλέος Xen. Cyn. 1, 6; δόξαι Isocr. 10, 17; ὀργὴν ἔχειν 4, 157, u. öfter bei den Rednern. – Cempar., Lys. 26, 4. – Adv., Aesch. 2, 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείμνηστος: -ον, ὁ πάντοτε μνημονευόμενος, ὁ ἄξιος διαρκοῦς μνήμης· ἔργον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· τάφος, Σοφ. Αἴ. 1166. Εὐρ. κτλ., μετ’ ἀειμν. μαρτυρίου, Θουκ. 1. 33: - τροπαῖα, Λυσ. 192, 24· ἅπασιν ἀείμν. ἡ ἁμαρτία, Ἀντιφῶν 138, 34. - Ἐπίρρ. -τως, Αἰσχίν. 52. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
éternellement mémorable.
Étymologie: ἀεί, μιμνῄσκομαι.

Greek Monotonic

ἀείμνηστος: -ον (μνάομαι), άξιος διαρκούς μνήμης, αυτός που μνημονεύεται πάντοτε, σε Τραγ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Αισχίν.