ἀθόρυβος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀθόρῠβος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tranquilo]], [[sin perturbaciones]] συνουσία Pl.<i>Lg</i>.640c, ἄρχων Pl.<i>Lg</i>.640c, ἀ[θόρ] υβον ... καὶ ἀδ[ε] ῆ ἐμ πᾶσιν εἶναι Polystr.<i>Contempt</i>.30.6, γενομένης τῆς εἰσόδου ἀθορύβου Plb.8.29.1, ἀ. καὶ [[βέβαιος]] Plu.<i>Fab</i>.26, ἀθόρυβον τὸ ἦθος καὶ νήνεμον ἔχουσι τὴν ψυχήν Plu.2.589d, ἡ ζωή Procl.<i>in R</i>.1.18, cf. <i>PFlor</i>.323.16 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no produce confusión]] σημεῖα Ascl.<i>Tact</i>.12.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[imperturbablemente]], [[sin perturbaciones]] ὡς ἀ. ... λόγος ... ἵκηται E.<i>Or</i>.630, ζῆν Epicur.<i>Ep</i>.[3] 87, φρονεῖν Men.<i>Pc</i>.348, [[βίος]] ... ἀ. ... διανυόμενος Phld.<i>Oec</i>.12.35, cf. Aeschin.3.201, Procl.<i>in R</i>.1.19. | |dgtxt=(ἀθόρῠβος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tranquilo]], [[sin perturbaciones]] συνουσία Pl.<i>Lg</i>.640c, ἄρχων Pl.<i>Lg</i>.640c, ἀ[θόρ] υβον ... καὶ ἀδ[ε] ῆ ἐμ πᾶσιν εἶναι Polystr.<i>Contempt</i>.30.6, γενομένης τῆς εἰσόδου ἀθορύβου Plb.8.29.1, ἀ. καὶ [[βέβαιος]] Plu.<i>Fab</i>.26, ἀθόρυβον τὸ ἦθος καὶ νήνεμον ἔχουσι τὴν ψυχήν Plu.2.589d, ἡ ζωή Procl.<i>in R</i>.1.18, cf. <i>PFlor</i>.323.16 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no produce confusión]] σημεῖα Ascl.<i>Tact</i>.12.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[imperturbablemente]], [[sin perturbaciones]] ὡς ἀ. ... λόγος ... ἵκηται E.<i>Or</i>.630, ζῆν Epicur.<i>Ep</i>.[3] 87, φρονεῖν Men.<i>Pc</i>.348, [[βίος]] ... ἀ. ... διανυόμενος Phld.<i>Oec</i>.12.35, cf. Aeschin.3.201, Procl.<i>in R</i>.1.19. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀθόρῠβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο [[ήσυχος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-βως</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:21, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without uproar, Pl.Lg.640c; unperturbed, Polystr.p.29 W., prob. l. in Metrod.Fr.48 K. : Comp., Anon. in SE 15.19. Adv. -βως E.Or.630, Epicur.Fr.489, J.BJ2.12.6, Hierocl. in CA12p.447M. II not causing confusion, Ascl.Tact.12.10 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθόρυβος: -ον, ἄνευ θορύβου, ἀτάραχος, ἥσυχος, Πλάτ. Νόμ. 640C. ― Ἐπίρρ. -βως, Εὐρ. Ὀρ. 630.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans trouble, paisible.
Étymologie: ἀ, θόρυβος.
Spanish (DGE)
(ἀθόρῠβος) -ον
I 1tranquilo, sin perturbaciones συνουσία Pl.Lg.640c, ἄρχων Pl.Lg.640c, ἀ[θόρ] υβον ... καὶ ἀδ[ε] ῆ ἐμ πᾶσιν εἶναι Polystr.Contempt.30.6, γενομένης τῆς εἰσόδου ἀθορύβου Plb.8.29.1, ἀ. καὶ βέβαιος Plu.Fab.26, ἀθόρυβον τὸ ἦθος καὶ νήνεμον ἔχουσι τὴν ψυχήν Plu.2.589d, ἡ ζωή Procl.in R.1.18, cf. PFlor.323.16 (VI d.C.).
2 que no produce confusión σημεῖα Ascl.Tact.12.10.
II adv. -ως imperturbablemente, sin perturbaciones ὡς ἀ. ... λόγος ... ἵκηται E.Or.630, ζῆν Epicur.Ep.[3] 87, φρονεῖν Men.Pc.348, βίος ... ἀ. ... διανυόμενος Phld.Oec.12.35, cf. Aeschin.3.201, Procl.in R.1.19.
Greek Monotonic
ἀθόρῠβος: -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο ήσυχος, σε Πλάτ.· επίρρ. -βως, σε Ευρ.