ἀκτίτης: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκτίτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της ακτής, της παραλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀκτίτης]] [[λίθος]]» — [[λίθος]] από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτή]] (Ι)<br />τόσο ο Πειραιάς όσο και η [[περιοχή]] της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα [[ἀκτή]], απ’ όπου και η [[ονομασία]] του λίθου]. | |mltxt=[[ἀκτίτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της ακτής, της παραλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀκτίτης]] [[λίθος]]» — [[λίθος]] από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτή]] (Ι)<br />τόσο ο Πειραιάς όσο και η [[περιοχή]] της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα [[ἀκτή]], απ’ όπου και η [[ονομασία]] του λίθου]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκτίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἀκτή]]), [[κάτοικος]] της παραλίας, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἀκτή α)
A dwelleroncoast, AP6.304 (Phan.). II ἀ. λίθος stone from the Piraeus (cf. ἀκτή (A) 1.2), IG2.1054.16, al.; from the Argolid, S.Fr.68.
German (Pape)
[Seite 86] ὁ, am Meeresgestade, λίθος Soph. frg. 72; καλαμευτής Phani. 7 (VI, 304).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. λίθος, λίθος ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. ἀκτὴ (Λ) Ι. 2.), δηλ. μάρμαρον ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant du littoral.
Étymologie: ἀκτή².
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [-ῑ-]
1 habitante de la costa ἀκτῖτ' ὦ καλαμευτά ¡eh tú! pescador de la costa, AP 6.304 (Phan.).
2 ἀ. λίθος piedra de la Costa, e.e., procedente del Pireo IG 22.1668.16, 1661.20 (ambas IV a.C.), o de Argólide, S.Fr.65, cf. Ἀκτή I 1 y Ἀκτή I 3.
Greek Monolingual
ἀκτίτης, ο (Α)
1. κάτοικος της ακτής, της παραλίας
2. φρ. «ἀκτίτης λίθος» — λίθος από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι)
τόσο ο Πειραιάς όσο και η περιοχή της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα ἀκτή, απ’ όπου και η ονομασία του λίθου].