ἀκροπόλος: Difference between revisions
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκροπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οἱ ἀκροπόλοι</i><br />οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>πολῶ</i> (-<i>έω</i>) «περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], [[συχνάζω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]]»]. | |mltxt=[[ἀκροπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο [[ψηλός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οἱ ἀκροπόλοι</i><br />οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>πολῶ</i> (-<i>έω</i>) «περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], [[συχνάζω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που σηκώνεται [[ψηλά]], ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (πολέω)
A high-ranging, lofly, ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, cf. Od.19.205. II Subst., ἀκροπόλοι, οἱ, arctic and antarctic circles, Olymp.in Mete. 183.30.
German (Pape)
[Seite 84] in der Höhe seiend, hoch; vgl. οἰοπόλος; Hom. zweimal, ἐπ' (ἐν) ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Iliad. 5, 523 Od. 19, 205, im Hochgebirge.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπόλος: -ον, (πολέω) ὁ εἰς ὕψος αἰρόμενος, ὑψηλός, ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Ἰλ. Ε. 523, Ὀδ. Τ. 205˙ «τὸ ἐν ἀκροπ. ὄρ. ταὐτόν ἐστι τῷ κορυφαῖς ὀρῶν», Εὐστ. ἐν Ὀθ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
élevé en parl. de montagnes.
Étymologie: ἄκρος, πέλω.
English (Autenrieth)
(πέλομαι), only dat. pl.: lofty.
Spanish (DGE)
-ον
1 elevado ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, Od.19.205, h.Ven.54.
2 subst. οἱ ἀ. los círculos polares Artico y Antártico, Olymp.in Mete.183.30.
Greek Monolingual
ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].
Greek Monotonic
ἀκροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που σηκώνεται ψηλά, ψηλός, αγέρωχος, σε Όμηρ.