ἀλάτας: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά. | |mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.
German (Pape)
[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.
French (Bailly abrégé)
dor. p. ἀλήτης.
Greek Monolingual
ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
Greek Monolingual
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.