ἀλιτραίνω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτραίνω]] (Α) [[ἀλιτρός]]<br />επικ. ρ. [[αντί]] του [[ἀλιταίνω]] <br />[[αδικώ]], αμαρτάνω.
|mltxt=[[ἀλιτραίνω]] (Α) [[ἀλιτρός]]<br />επικ. ρ. [[αντί]] του [[ἀλιταίνω]] <br />[[αδικώ]], αμαρτάνω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῐτραίνω:''' Επικ. αντί [[ἀλιταίνω]], αμαρτάνω, [[βλάπτω]], [[ενοχλώ]], σε Ησίοδ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτραίνω Medium diacritics: ἀλιτραίνω Low diacritics: αλιτραίνω Capitals: ΑΛΙΤΡΑΙΝΩ
Transliteration A: alitraínō Transliteration B: alitrainō Transliteration C: alitraino Beta Code: a)litrai/nw

English (LSJ)

Ep. for ἀλιταίνω (when required by metre), abs.,

   A sin, offend, ὅστις ἀλιτραίνει or ὅς κεν ἀλιτραίνῃ Hes.Op.243 (cf. Aeschin. 2.158, 3.134); ἢν μὲν ἀλιτραίνῃς AP9.763 (Jul.); οὐδὲν ἀ. Tryph. 269.

German (Pape)

[Seite 99] = ἀλιταίνω, Hes. O. 328, wo jetzt nach Spohn's Vorgang ἀλιταίνεται gelesen wird; aber ὅς κεν ἀλιτραίνῃ 239, von Aesch. 3, 135 citirt, hat sich richtig erhalten; vgl. Agath. 79 (VII, 567); Iul. Aeg. 38 (IX, 763); aor. ἀλιτρών, denn so, nicht ἀλιτρῶν ist zu schreiben, Aesch. Eum. 306.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτραίνω: Ἐπ. ἀντὶ ἀλιταίνω (ὅταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ)· ἀπολ. = ἁμαρτάνω, βλάπτω, ἐνοχλῶ, ὅστις ἀλιτραίνει ἢ ὅς κεν ἀλιτραίνῃ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 241 (ἴδε Αἰσχίν. 49. 27., 73. 4)· ἢν μὲν ἀλιτραίνῃς, Ἀνθ. Π. 9. 763· οὐδὲν ἀλ., Τρυφ. 269.

French (Bailly abrégé)

c. ἀλιταίνω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
cometer una impiedad, una falta contra normas divinas, pecar ὅστις ἀλιτραίνῃ ... τοῖσιν δ' οὐρανόθεν μέγ' ἐπήγαγε πῆμα Κρονίων Hes.Op.241, οὐδὲν ἀλιτραίνοντα Triph.269
c. ac. de pers. ofender, ultrajar τὴν παράκοιτιν AP 7.567 (Agath.).

Greek Monolingual

ἀλιτραίνω (Α) ἀλιτρός
επικ. ρ. αντί του ἀλιταίνω
αδικώ, αμαρτάνω.

Greek Monotonic

ἀλῐτραίνω: Επικ. αντί ἀλιταίνω, αμαρτάνω, βλάπτω, ενοχλώ, σε Ησίοδ., Ανθ.