ἀλιτηριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτηριώδης]], -ες (Α) [[ἀλιτήριος]]<br />[[καταραμένος]], [[ολέθριος]], [[αποτρόπαιος]].
|mltxt=[[ἀλιτηριώδης]], -ες (Α) [[ἀλιτήριος]]<br />[[καταραμένος]], [[ολέθριος]], [[αποτρόπαιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῐτηριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[απεχθής]], [[καταραμένος]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτηριώδης Medium diacritics: ἀλιτηριώδης Low diacritics: αλιτηριώδης Capitals: ΑΛΙΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: alitēriṓdēs Transliteration B: alitēriōdēs Transliteration C: alitiriodis Beta Code: a)lithriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A abominable, accursed, οἶστρος Pl.Lg.854b; στάσις Id.R.470d; γνώμη D.C.44.1.

German (Pape)

[Seite 99] ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
funeste.
Étymologie: ἀλιτήριος, ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
maldito, abominable οἶστρος Pl.Lg.854b, D.C.44.1.1, στάσις Pl.R.470d, γνώμη D.C.45.33.1.

Greek Monolingual

ἀλιτηριώδης, -ες (Α) ἀλιτήριος
καταραμένος, ολέθριος, αποτρόπαιος.

Greek Monotonic

ἀλῐτηριώδης: -ες (εἶδος), απεχθής, καταραμένος, αποτρόπαιος, σε Πλάτ.