ἁλιανθής: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιανθής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που βλαστάνει στη [[θάλασσα]], που έχει το λαμπρό [[χρώμα]] της πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]].
|mltxt=[[ἁλιανθής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που βλαστάνει στη [[θάλασσα]], που έχει το λαμπρό [[χρώμα]] της πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιανθής:''' -ές (ἅλς, [[ἀνθέω]]), αρχικά, αυτός που ανθίζει από τη [[θάλασσα]]· [[έπειτα]] = [[ἁλιπόρφυρος]], [[πορφυρός]], μωβ, βυσσινί, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιανθής Medium diacritics: ἁλιανθής Low diacritics: αλιανθής Capitals: ΑΛΙΑΝΘΗΣ
Transliteration A: halianthḗs Transliteration B: halianthēs Transliteration C: alianthis Beta Code: a(lianqh/s

English (LSJ)

ές, prop.

   A sea-blooming, hence = ἁλιπόρφυρος, bright purple, AP5.227 (Paul. Sil.), 7.705 (Antip.), cj.in Orph.A.586.

German (Pape)

[Seite 95] ές, meerblühend, purpurfarbig, τρῦχος Ant. Th. 34 (VII, 705); κόχλος Paul. Sil. (V, 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιανθής: -ές, κυρίως ὁ ἐκ τῆς θαλάσσης ἔχων τὸ ἀνθηρὸν αὑτοῦ χρῶμα, διὸ = ἁλιπόρφυρος, λαμπρὸν πορφυροῦν ἔχον χρῶμα, Ἀνθ. Π. 5. 228., 7. 705.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en fleur de mer, càd en pourpre.
Étymologie: ἅλς¹, ἄνθος.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
que florece en el mar e.d. purpúreo, AP 5.228 (Paul.Sil.), 7.705 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

ἁλιανθής, -ὲς (Α)
αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ανθὴς < ἄνθος.

Greek Monotonic

ἁλιανθής: -ές (ἅλς, ἀνθέω), αρχικά, αυτός που ανθίζει από τη θάλασσα· έπειτα = ἁλιπόρφυρος, πορφυρός, μωβ, βυσσινί, σε Ανθ.