ἀκονάω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκονέω Arist.<i>Pr</i>.964<sup>b</sup>36<br /><b class="num">1</b> [[afilar]] μαχαίρας A.<i>Fr</i>.705, λόγχην X.<i>Cyr</i>.6.2.33, σμίλην Herod.7.119, τοὺς ὀδόντας Aesop.252, πρίων ἀκονώμενος Arist.<i>Pr</i>.886<sup>b</sup>10, [[ἅρπη]] ἠκονημένη Sosith.2.18, tb. v. med. ἀκονᾶσθαι λόγχας καὶ μαχαίρας X.<i>HG</i> 7.5.20.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aguzar]] τὰς γλώσσας LXX <i>Ps</i>.63.4, γλῶσσαν ἠκονημένος afilado de lengua</i>, <i>Trag.Adesp</i>.423, tb. v. med. γλῶτταν Ph.2.191, ψυχὴν ἐπὶ τὸ πονεῖν X.<i>Oec</i>.21.3, διάνοιαν Ph.2.367<br /><b class="num">•</b>[[incitar]] D.25.46, θυμοὺς ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐλευθερίας ... ἠκόνησαν Demad.87.17, τοὺς κατ' ἀλλήλων θυμούς Plb.23.11.8, πρὸς εὐτολμίαν Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.74, εἰς φιλεργίαν Cyr.Al.<i>Luc</i>.2.103.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκονέω Arist.<i>Pr</i>.964<sup>b</sup>36<br /><b class="num">1</b> [[afilar]] μαχαίρας A.<i>Fr</i>.705, λόγχην X.<i>Cyr</i>.6.2.33, σμίλην Herod.7.119, τοὺς ὀδόντας Aesop.252, πρίων ἀκονώμενος Arist.<i>Pr</i>.886<sup>b</sup>10, [[ἅρπη]] ἠκονημένη Sosith.2.18, tb. v. med. ἀκονᾶσθαι λόγχας καὶ μαχαίρας X.<i>HG</i> 7.5.20.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aguzar]] τὰς γλώσσας LXX <i>Ps</i>.63.4, γλῶσσαν ἠκονημένος afilado de lengua</i>, <i>Trag.Adesp</i>.423, tb. v. med. γλῶτταν Ph.2.191, ψυχὴν ἐπὶ τὸ πονεῖν X.<i>Oec</i>.21.3, διάνοιαν Ph.2.367<br /><b class="num">•</b>[[incitar]] D.25.46, θυμοὺς ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐλευθερίας ... ἠκόνησαν Demad.87.17, τοὺς κατ' ἀλλήλων θυμούς Plb.23.11.8, πρὸς εὐτολμίαν Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.74, εἰς φιλεργίαν Cyr.Al.<i>Luc</i>.2.103.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀκόνη]]), [[ακονίζω]], [[τροχίζω]], <i>μαχαίρας</i>, σε Αριστοφ.· <i>λόγχην</i>, σε Ξεν. — Μέσ., <i>ἀκονᾶσθαι μαχαίρας</i>, τροχίζουν τα [[ξίφη]] τους, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονάω Medium diacritics: ἀκονάω Low diacritics: ακονάω Capitals: ΑΚΟΝΑΩ
Transliteration A: akonáō Transliteration B: akonaō Transliteration C: akonao Beta Code: a)kona/w

English (LSJ)

(ἀκόνη)

   A sharpen, μαχαίρας Ar.Fr.684; λόγχην X.Cyr.6.2.33:—Med., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας Id.HG7.5.20:—Pass., Arist.Pr.886b10, Phld.Sign.34.    2 metaph., spur, goad on, D.25.46; provoke, γλῶσσαν ἠκονημένος Trag.Adesp.423, cf. X.Oec.21.3, Ph.1.469, al., Chor. in Jahrb.9.184; θυμὸν ἐπ' ἐλπίδι τινὸς ἀ. Demad.17:—Pass., Ph.2.178, al.

German (Pape)

[Seite 76] (-νη), schärfen, wetzen, λόγχας Xen. Cyr. 6, 2, 33; med., λόγχας καὶ μαχαίρας Hell. 7, 5, 20; κεραυνόν Luc. Tim. 19; πρίων ἀκονώμενος Arist. Probl. 7, 5; ὀδόντας Aesop. 54. – Uebertr. anreizen, anfeuern, ψυχὴν ἐπί τι Xen. O. 21, 3; τί τοῦτον ἀκονᾷς; Dem. 25, 46; πόλιν ἐφ' ἑαυτόν Ep. 2; Plut. u. Sp. bes. γλῶσσαν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονάω: μέλλ, -ήσω, (ἀκόνη) ἀκονῶ, ὀξύνω τι, μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501· λόγχην, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 33: - μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, ἀκονᾶν τὰ ἑαυτῶν ξίφη, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 5, 20. 2) μεταφ., ὡς τὸ θήγω, ὀξύνω, παρακονάω, Λατ. Acuo, παροξύνω, ἐρεθίζω, ἐξάπτω· γλῶσσαν ἠκονημένος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. σύγκρισις Λυσάνδρου καὶ Σύλλα 4· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 21. 3· θυμὸν ἐπ’ ἐλπίδι τινὸς ἀκονᾱν, Δημάδ. 180.30.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀκονήσω, ao. ἠκόνησα, pf. Pass. ἠκόνημαι;
aiguiser, acc. ; fig. γλῶσσαν ἠκονήμενος PLUT qui a la langue aiguisée ; τί τοῦτον ἀκονᾷς ; DÉM pourquoi l’excites-tu ? litt. l’aiguises-tu ?;
Moy. ἀκονάομαι-ῶμαι, aiguiser pour soi, acc..
Étymologie: ἀκόνη.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀκονέω Arist.Pr.964b36
1 afilar μαχαίρας A.Fr.705, λόγχην X.Cyr.6.2.33, σμίλην Herod.7.119, τοὺς ὀδόντας Aesop.252, πρίων ἀκονώμενος Arist.Pr.886b10, ἅρπη ἠκονημένη Sosith.2.18, tb. v. med. ἀκονᾶσθαι λόγχας καὶ μαχαίρας X.HG 7.5.20.
2 fig. aguzar τὰς γλώσσας LXX Ps.63.4, γλῶσσαν ἠκονημένος afilado de lengua, Trag.Adesp.423, tb. v. med. γλῶτταν Ph.2.191, ψυχὴν ἐπὶ τὸ πονεῖν X.Oec.21.3, διάνοιαν Ph.2.367
incitar D.25.46, θυμοὺς ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐλευθερίας ... ἠκόνησαν Demad.87.17, τοὺς κατ' ἀλλήλων θυμούς Plb.23.11.8, πρὸς εὐτολμίαν Cyr.Al.Luc.1.74, εἰς φιλεργίαν Cyr.Al.Luc.2.103.

Greek Monotonic

ἀκονάω: μέλ. -ήσω (ἀκόνη), ακονίζω, τροχίζω, μαχαίρας, σε Αριστοφ.· λόγχην, σε Ξεν. — Μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, τροχίζουν τα ξίφη τους, στον ίδ.