ἁμαξιαῖος: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁμαξιαῖος]] και -ξαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιαῖος</i>, ο δε τ. [[ἁμαξαῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | |mltxt=[[ἁμαξιαῖος]] και -ξαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιαῖος</i>, ο δε τ. [[ἁμαξαῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁμαξιαῖος:''' -α, -ον ([[ἅμαξα]]), [[μεγάλος]] αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη [[άμαξα]], [[λίθος]], σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.
German (Pape)
[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωπος ἢ ὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d’un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
como para cargar un carro λίθος X.HG 2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph.38.6, IG 22.463.45 (IV a.C.), cf. 12.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.Fr.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas, Com.Adesp.835
•fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.
Greek Monolingual
ἁμαξιαῖος και -ξαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα
2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
ἁμαξιαῖος: -α, -ον (ἅμαξα), μεγάλος αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη άμαξα, λίθος, σε Ξεν. κ.λπ.