ἄλλιστος: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(big3_3) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inexorable]] ἀλλίστοιο πύλας ἔβαν Ἀϊδονῆος Euph.122.4, [[ᾍδης]] <i>AP</i> 7.643 (Crin.), <i>IUrb.Rom</i>.1290 (II/III a.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[inexorable]] ἀλλίστοιο πύλας ἔβαν Ἀϊδονῆος Euph.122.4, [[ᾍδης]] <i>AP</i> 7.643 (Crin.), <i>IUrb.Rom</i>.1290 (II/III a.C.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄλλιστος:''' -ον, Επικ. αντί <i>ἄ-λιστος</i> ([[λίσσομαι]]), [[αδυσώπητος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, Ep. for ἄλιστος, (λίσσομαι)
A inexorable, Ἅιδης AP7.643 (Crin.), IG14.1909.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλιστος: -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, (λίσσομαι) ἀδυσώπητος, Ἅιδης, Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: ἀ, λίσσομαι.
Spanish (DGE)
-ον
inexorable ἀλλίστοιο πύλας ἔβαν Ἀϊδονῆος Euph.122.4, ᾍδης AP 7.643 (Crin.), IUrb.Rom.1290 (II/III a.C.).
Greek Monotonic
ἄλλιστος: -ον, Επικ. αντί ἄ-λιστος (λίσσομαι), αδυσώπητος, σε Ανθ.