ἀμφίκομος: Difference between revisions
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαλλιά [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]. | |mltxt=[[ἀμφίκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαλλιά [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει [[τριγύρω]] μαλλιά, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with hair all round, AP9.516 (Crin.). 2 thick-leafed, θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, cf. Archestr.Fr.9.
German (Pape)
[Seite 140] (κόμη), Hom. einmal, θάμνος, ringsum, dicht belaubt, Il. 17, 677; dicht behaart Archest. Ath. 285 c; Crin. 32 (IX, 516).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκομος: -ον, ὁ πανταχόθεν κομῶν, Ἀνθ. Π. 9. 516. 2) πυκνόφυλλος, θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ Ἰλ. Ρ. 677, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de cheveux;
2 couvert de feuilles.
Étymologie: ἀμφί, κόμη.
English (Autenrieth)
(κόμη): surrounded by foliage, leafy, Il. 17.677†.
Spanish (DGE)
-ον
I 1frondoso, espeso, tupido θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, ἀκαλήφη Archestr.9.6, ἄλσος Poll.1.229, κλάδος Poll.1.236.
2 con melena a ambos lados λῃσταὶ λασίαις ἀμφίκομοι κεφαλαῖς bandidos con espesas melenas que les caen a ambos lados de la cabeza, AP 9.516 (Crin.).
II subst. ὁ ἀ. cierta piedra preciosa, llamada tb. erotylos Plin.HN 37.160.
Greek Monolingual
ἀμφίκομος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κομος < κόμη.
Greek Monotonic
ἀμφίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει τριγύρω μαλλιά, σε Ανθ.
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.