ἀναμάξευτος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμάξευτος]], -ον (Α) [[ἁμαξεύω]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο [[αδιάβατος]].
|mltxt=[[ἀναμάξευτος]], -ον (Α) [[ἁμαξεύω]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο [[αδιάβατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάξευτος Medium diacritics: ἀναμάξευτος Low diacritics: αναμάξευτος Capitals: ΑΝΑΜΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anamáxeutos Transliteration B: anamaxeutos Transliteration C: anamakseftos Beta Code: a)nama/ceutos

English (LSJ)

ον,

   A impassable for wagons, Hdt.2.108.

German (Pape)

[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: ἀ, ἁμαξεύω.

Spanish (DGE)

-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.

Greek Monolingual

ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.

Greek Monotonic

ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.