ἀνάνδρωτος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάνδρωτος]], -ον (Α) [[ἀνδροῡμαι]]<br />ο στερημένος από άνδρα.
|mltxt=[[ἀνάνδρωτος]], -ον (Α) [[ἀνδροῡμαι]]<br />ο στερημένος από άνδρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάνδρωτος:''' -ον ([[ἀνδρόω]]), [[ορφανός]], στερημένος, <i>εὐναί</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάνδρωτος Medium diacritics: ἀνάνδρωτος Low diacritics: ανάνδρωτος Capitals: ΑΝΑΝΔΡΩΤΟΣ
Transliteration A: anándrōtos Transliteration B: anandrōtos Transliteration C: anandrotos Beta Code: a)na/ndrwtos

English (LSJ)

   A widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: ἀ, ἀνδρόω.

Spanish (DGE)

-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.

Greek Monolingual

ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδροῡμαι
ο στερημένος από άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.