ἀνατειχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνατειχίζω]])<br />[[ανοικοδομώ]] [[τείχος]] ή το [[επιδιορθώνω]].
|mltxt=(Α [[ἀνατειχίζω]])<br />[[ανοικοδομώ]] [[τείχος]] ή το [[επιδιορθώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[ξαναχτίζω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατειχίζω Medium diacritics: ἀνατειχίζω Low diacritics: ανατειχίζω Capitals: ΑΝΑΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: anateichízō Transliteration B: anateichizō Transliteration C: anateichizo Beta Code: a)nateixi/zw

English (LSJ)

   A rebuild, τείχη X.HG4.4.18:—in Med., build up, τὸ ταπεινότατον J.BJ5.5.1.

German (Pape)

[Seite 210] die Mauern ausbessern, oder wieder aufbauen, Xen. Hell. 4, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατειχίζω: ἀνοικοδομῶ τεῖχος, ἀνατειχίσαι .. τὰ τείχη Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18· ἐκ νέου περιτειχίζω, Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

relever des murs.
Étymologie: ἀνά, τειχίζω.

Spanish (DGE)

1 reconstruir, reforzar τείχη X.HG 4.4.18
fig. fortificar, reforzar τὸν εὐσεβῆ Cyr.Al.M.70.545A, cf. 71.397B.
2 en v. med. construir, levantar τὸ ταπεινότατον ἀπὸ τριακοσίων ἀνετειχίσαντο πηχῶν construyeron los cimientos desde una profundidad de 300 codos I.BI 5.188.

Greek Monolingual

ἀνατειχίζω)
ανοικοδομώ τείχος ή το επιδιορθώνω.

Greek Monotonic

ἀνατειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, σε Ξεν.