ἀχειροποίητος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(7) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειροποίητος]], -ον)<br />([[συνήθως]] για εικόνες) [[εκείνος]] τον οποίο δεν κατασκεύασε [[χέρι]] ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀχειροποίητος]] [[περιτομή]]» — πνευματική [[περιτομή]] (Απ. Παύλος). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειροποίητος]], -ον)<br />([[συνήθως]] για εικόνες) [[εκείνος]] τον οποίο δεν κατασκεύασε [[χέρι]] ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀχειροποίητος]] [[περιτομή]]» — πνευματική [[περιτομή]] (Απ. Παύλος). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀχειροποίητος:''' -ον, αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με τα χέρια, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not made by hands, of buildings and statues, Ev.Marc.14.58, 2 Ep.Cor.5.1; ἀ. περιτομή, i.e. spiritual, Ep.Col.2.11.
German (Pape)
[Seite 417] nicht mit Händen gemacht, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχειροποίητος: -ον, ὁ μὴ διὰ χειρῶν πεποιημένος, ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ ἀγαλμάτων, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 58, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 1, Ἐκκλ.· ἀχειροποίητος περιτομή, δηλ. πνευματική, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, ΙΙ. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fait de mains d’homme.
Étymologie: ἀ, χειροποίητος.
Spanish (DGE)
-ον
1 no hecho con las manos μόρφωμα Pherecyd. en Papathomopoulos Nouveaux Fragments 12, ναός Eu.Marc.14.58, οἰκία 2Ep.Cor.5.1, περιτομή ref. a la circuncisión espiritual Ep.Col.2.11.
2 no representado manualmente, e.d. que no admite imágenes θεός en cont. no crist. IAs.Min.N.S.42 (Panfilia I/II d.C.), de Dios, Isid.Pel.Ep.M.78.1301B.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and χειροποίητος; unmanufactured, i.e. inartificial: made without (not made with) hands.
English (Thayer)
ἀχειροποίητον (χειροποίητος, which see), not made with hands: Lightfoot). (Found neither in secular authors nor in the Sept. (Winer's Grammar, § 34,3).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχειροποίητος, -ον)
(συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου
αρχ.
φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» — πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος).
Greek Monotonic
ἀχειροποίητος: -ον, αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με τα χέρια, σε Καινή Διαθήκη