ἀποινόδικος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποινόδικος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], ο [[τιμωρός]]. | |mltxt=[[ἀποινόδικος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], ο [[τιμωρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποινόδῐκος:''' -ον, αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exacting penalty, atoning, δίκαι E.HF888.
German (Pape)
[Seite 304] (δίκη), Rache verhängend, δίκαι Eur. Herc. fur. 889, Pflugk will ἀπόδικος lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποινόδῐκος: -ον, ὁ ποινὴν ἐπιβάλλων, τιμωρῶν, δίκαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui venge justement.
Étymologie: ἄποινα, δίκη.
Spanish (DGE)
(ἀποινόδῐκος) -ον que exige rescate δίκαι E.HF 889 (cód.).
Greek Monolingual
ἀποινόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιβάλλει ποινή, ο τιμωρός.
Greek Monotonic
ἀποινόδῐκος: -ον, αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.