δημάρατος: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(9)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημάρατος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο επιθυμεί ο [[λαός]], που αναδεικνύεται με τις ευχές του λαού<br /><b>2.</b> (ως κύρ. όν. προσ.) <i>Δημάρατος</i><br />όνομα βασιλέων της Σπάρτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> [[αρατός]] <span style="color: red;"><</span> [[αρώμαι]]].
|mltxt=[[δημάρατος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο επιθυμεί ο [[λαός]], που αναδεικνύεται με τις ευχές του λαού<br /><b>2.</b> (ως κύρ. όν. προσ.) <i>Δημάρατος</i><br />όνομα βασιλέων της Σπάρτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> [[αρατός]] <span style="color: red;"><</span> [[αρώμαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημάρᾱτος:''' -ον ([[ἀράομαι]]), αυτός που έχει έρθει [[κατόπιν]] επίκλησης, με την [[ευχή]] του λαού· ως προσωνύμιο βασιλιά της Σπάρτης, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημάρᾱτος Medium diacritics: δημάρατος Low diacritics: δημάρατος Capitals: ΔΗΜΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dēmáratos Transliteration B: dēmaratos Transliteration C: dimaratos Beta Code: dhma/ratos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, (ἀράομαι)

   A prayed for by the people: hence as pr. n. of a king of Sparta, Hdt.5.75 (in Ion. form -άρητος), etc., cf. Eust.1093.57.

German (Pape)

[Seite 561] vom Volke erfleht, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

δημάρᾱτος: -ον, (ἀράομαι) ὁ κατ’ εὐχὴν τοῦ λαοῦ, ὁ τῷ λαῷ ἐπιθυμητός· ἐντεῦθεν ὡς κύριον ὄνομα βασιλέως τινὸς τῆς Σπάρτης, Ἡρόδ., κτλ.· ἴδε Εὐστ. 1093. 57.

Greek Monolingual

δημάρατος, -ον (AM)
1. αυτός τον οποίο επιθυμεί ο λαός, που αναδεικνύεται με τις ευχές του λαού
2. (ως κύρ. όν. προσ.) Δημάρατος
όνομα βασιλέων της Σπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αρατός < αρώμαι].

Greek Monotonic

δημάρᾱτος: -ον (ἀράομαι), αυτός που έχει έρθει κατόπιν επίκλησης, με την ευχή του λαού· ως προσωνύμιο βασιλιά της Σπάρτης, σε Ηρόδ.