ἀφεκτέον: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(big3_8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que abstenerse]] c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.<i>Smp</i>.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.<i>Mem</i>.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.<i>Abst</i>.1.38<br /><b class="num">•</b>medic. [[hay que evitar]] τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359<br /><b class="num">•</b>tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene</i> Ar.<i>Lys</i>.124. | |dgtxt=[[hay que abstenerse]] c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.<i>Smp</i>.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.<i>Mem</i>.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.<i>Abst</i>.1.38<br /><b class="num">•</b>medic. [[hay que evitar]] τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359<br /><b class="num">•</b>tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene</i> Ar.<i>Lys</i>.124. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφεκτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀπέχομαι</i>, πρέπει να απέχει [[κάποιος]] από [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἀπέχομαι)
A one must abstain from, τινός X.Mem.1.2.34; τροφῆς Porph.Abst.1.38, etc.; one must leave alone, τινός Gal. 17(2).359: so in pl. ἀφεκτ-τέα, Ar.Lys.124; cf. ἀποσχετέον.
German (Pape)
[Seite 408] man muß sich enthalten, τινός Ar. Lys. 122; Xen. Mem. 1, 2, 84 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀπέχηταί τινος, δῆλον ὅτι ἀφεκτέον εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 34, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. -τέα Ἀριστοφ. Λυσ. 124. Πρβλ. ἀποσχετέον.
Spanish (DGE)
hay que abstenerse c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.Smp.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.Mem.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.Abst.1.38
•medic. hay que evitar τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359
•tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene Ar.Lys.124.
Greek Monotonic
ἀφεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀπέχομαι, πρέπει να απέχει κάποιος από κάτι, τινός, σε Ξεν.