Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτόμολος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόμολος]], -ον)<br />(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[αυτόκλητος]], [[ακάλεστος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτομόλως</i><br />προδοτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>μολ</i>-, [[έμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχίμολος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόμολος]], -ον)<br />(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[αυτόκλητος]], [[ακάλεστος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτομόλως</i><br />προδοτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>μολ</i>-, [[έμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχίμολος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πηγαίνει από [[μόνος]] του, [[απρόσκλητος]]· ως ουσ., [[λιποτάκτης]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόμολος Medium diacritics: αὐτόμολος Low diacritics: αυτόμολος Capitals: ΑΥΤΟΜΟΛΟΣ
Transliteration A: autómolos Transliteration B: automolos Transliteration C: aftomolos Beta Code: au)to/molos

English (LSJ)

ον,

   A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly,    2 as Subst., deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.; παρά τινος X.An.1.7.2; γυνὴ αὐ. Hdt.9.76. Adv. -λως treacherously, S.Fr.691.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμολος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἄκλητος ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· παρά τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ αὐτόμολος Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de soi-même ; particul. transfuge, déserteur, qui passe d’un camp dans un autre.
Étymologie: αὐτός, μολοῦμαι, de βλώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que va por propia iniciativa, voluntariamente πείσαντα ... πολείτας (sic) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente, LW 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.H.3.360, ταῦρος AP 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.Marcell.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.
2 subst. desertor, tránsfuga ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.An.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.Asp.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.HE 2.5
οἱ Αὐτόμολοι Los Desertores tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.
II adv. -ως traidoramente s. cont., S.Fr.691.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].

Greek Monotonic

αὐτόμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πηγαίνει από μόνος του, απρόσκλητος· ως ουσ., λιποτάκτης, σε Ηρόδ., Αττ.