ἐπιβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιβριθής]], -ές (Α)<br />αυτός που πέφτει [[βαρύς]] [[πάνω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]] «[[βάρος]]»)]. | |mltxt=[[ἐπιβριθής]], -ές (Α)<br />αυτός που πέφτει [[βαρύς]] [[πάνω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]] «[[βάρος]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιβρῑθής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[βαρύς]] ή με [[σφοδρότητα]] πάνω σε, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A falling heavy upon, A.Eu.965 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 931] ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις Aesch. Eum. 923, mit der ganzen Macht sich darauf werfend. Vgl. das folgde Verbum.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρῑθής: -ές, ἔχων βαρύτητα εἴς τι, παντὶ χρόνῳ δ’ ἐπιβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, περὶ τῶν Μοιρῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 695.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui pèse de tout son poids, accablant.
Étymologie: ἐπιβρίθω.
Greek Monolingual
ἐπιβριθής, -ές (Α)
αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βριθής (< βρίθος «βάρος»)].
Greek Monotonic
ἐπιβρῑθής: -ές, αυτός που πέφτει βαρύς ή με σφοδρότητα πάνω σε, σε Αισχύλ.