ἔκδετος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον<br />[[atado]], [[aprisionado]] ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.<i>Ant</i>.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro</i>, <i>AP</i> 9.97 (Alph.). | |dgtxt=-η, -ον<br />[[atado]], [[aprisionado]] ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.<i>Ant</i>.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro</i>, <i>AP</i> 9.97 (Alph.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκδετος:''' -ον ([[ἐκδέω]]), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε [[κάτι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἐκδέω)
A fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).
Greek Monotonic
ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.