ἐπιχειρητέον: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχειρητέον''': ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, [[ὅμως]] δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41. | |lstext='''ἐπιχειρητέον''': ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, [[ὅμως]] δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιχειρητέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[ἐπιχειρέω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με [[επίθεση]], <i>τινί</i>, σε Θουκ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἐπιχειρ-έα,
A one must attempt, Pl.Ap.19a ; μείζοσι Isoc.Ep.9.18. 2 ἐπιχειρητέα one must attack, Th.1.118, 2.3. 3 one must argue dialectically, πρός τι to a conclusion, Arist. Top.120b8. II ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to be attempted, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχειρητέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41.
Greek Monotonic
ἐπιχειρητέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.