οἴσω: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἴσω]] (Α)<br />μέλλ. του ρ. [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρηματ. επίθ. [[οἰστός]] οδηγεί σε ένα θ. <i>οισ</i>-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. [[οἴσω]] του ρ. [[φέρω]]. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. [[προς]] το θ. του ενεστ. [[φέρω]] και του αορ. <i>ἤνεγκον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ενεγκείν]]), έπαψε [[νωρίς]] να χρησιμοποιείται]. | |mltxt=[[οἴσω]] (Α)<br />μέλλ. του ρ. [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρηματ. επίθ. [[οἰστός]] οδηγεί σε ένα θ. <i>οισ</i>-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. [[οἴσω]] του ρ. [[φέρω]]. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. [[προς]] το θ. του ενεστ. [[φέρω]] και του αορ. <i>ἤνεγκον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ενεγκείν]]), έπαψε [[νωρίς]] να χρησιμοποιείται]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἴσω:''' μέλ. του [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
f. de φέρω.
English (Autenrieth)
see φέρω.
Greek Monolingual
οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].
Greek Monotonic
οἴσω: μέλ. του φέρω.